Νύκταγες

Νύκταγες
Νύκταγες και Νυκταγεῑς, οἱ (Μ)
αιρετικοί οι οποίοι θεωρούσαν τις αγρυπνίες κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικών εορτών ως δεισιδαιμονίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νυκταγείς — Νυκταγεῑς, οἱ (Μ) βλ. Νύκταγες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”